Лексема: διόρθωμα
κατ-όρθωμα -ατος τό
1) успех
Пр.:(τὸ ἄνευ τοῦ λόγου γινόμενα κατορθώματά ἐστιν Аристотель (384-322 до н.э.); ἡ ἐκ τῶν κατορθωμάτων χαρά Полибий (ок. 200-120 до н.э.))
2) честный поступок, доброе дело
Пр.:(τὰ ἀνθρώπινα ἁμαρτήματα καὴ κατορθώματα Секст Эмпирик (3 в. н.э.))